ὀργιοφάντης

ὀργιοφάντης
ὀργιοφάντης
priest
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οργιοφάντης — ὀργιοφάντης, ὁ (Α) αυτός που μυεί τους άλλους στα όργια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄργια + φάντης (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ιερο φάντης] …   Dictionary of Greek

  • ὀργιοφάνται — ὀργιοφάντης priest masc nom/voc pl ὀργιοφάντᾱͅ , ὀργιοφάντης priest masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιοφάνταις — ὀργιοφάντης priest masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιοφάντας — ὀργιοφάντᾱς , ὀργιοφάντης priest masc acc pl ὀργιοφάντᾱς , ὀργιοφάντης priest masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσιφάντης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἱεροφάντης, ὀργιοφάντης». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + φάντης (< φαίνω), πρβλ. ἱερο φάντης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”